- αποβαδίζω
- ἀποβαδίζω (Α)αποχωρώ, φεύγω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀποβαδίζειν — ἀποβαδίζω go away pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαδίζω — (AM βαδίζω) 1. κινούμαι, προχωρώ με προβολή του ενός ποδιού και στήριξη του άλλου στο έδαφος, εναλλάξ, σε κανονικό ρυθμό 2. κατευθύνομαι νεοελλ. 1. συμπεριφέρομαι, ενεργώ («καλά βαδίζει») 2. φρ. «βαδίζω επί τα ίχνη κάποιου» ή «βαδίζω στ αχνάρια… … Dictionary of Greek